ἠθμῷ

ἠθμῷ
ἠθμός
strainer
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντλώ — (Α ἀντλῶ, έω) νεοελλ. παίρνω κάποιο υγρό με αντλία αρχ. 1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου 2. παίρνω νερό από κάπου 3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» το να ματαιοπονεί κάποιος 4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή …   Dictionary of Greek

  • ηθμός — ο (AM ἠθμός, Α αττ. τ. ἡθμός) νεοελλ. 1. κάθε μέσον που χρησιμοποιείται για διήθηση, για στράγγισμα, για σούρωμα, διυλιστήριο, στραγγιστήρι, σουρωτήρι, φίλτρο 2. χημ. πορώδες σώμα διά μέσου τού οποίου διαβιβάζεται ένα ρευστό, προκειμένου να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”